- συνεκφλεγμαίνω
- συνεκ-φλεγμαίνω,A become inflamed together, Thphr. Lass.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεκφλεγμαίνω — Α υφίσταμαι φλεγμονή, φλογίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκ + φλεγμαίνω «φλογίζω, προκαλώ φλεγμονή»] … Dictionary of Greek